Κωνσταντινούπολη, Κ. Μητσάκης

By | Τρίτη, Απριλίου 02, 2013 Leave a Comment

Η Πόλις Εάλω
Οδοιπορικό στην Βασιλεύουσα του χτές και του σήμερα



Κείμενο: Παπαδόγιαννη Όλγα
Φωτό: Μητσάκης Κων/νος


 

«Είναι δύσκολο έργο ένα βιβλίο για την Πόλη. Είναι σφραγισμένο με επτά σφραγίδες και δεν ανοίγει εύκολα τις σελίδες του. Και μόνο για να βρεις αυτό το βιβλίο, θα γυρίζεις και θα γυρίζεις την Πόλη, χωρίς να ομιλείς. Θα ανεβαίνεις και θα κατεβαίνεις λόφους. Θα προχωρείς σε καλντερίμια, θα σταματήσεις σε πόρτες χορταριασμένες, που δεν πατούν πόδια ανθρώπων, θα ζητήσεις παλιά αρχοντικά και κονάκια που έχουν μέσα τους τις σκιές του παρελθόντος και θα μπεις σε αυλές τούρκικων σπιτιών, θα φέρεις γύρα την Πόλη, με τα πόδια και με τη σκέψη, και θα την σφίγγεις στην αγκαλιά σου και θα την φιλείς σαν τα τρία νερά του Κερατίου, του Βοσπόρου και της Προποντίδας, που καταφιλούν τις ακρογιαλιές της, ώσπου να αρχίσεις ν’ ακούς φωνές μυστικές. Αλλά και πάλι δεν θα έχεις γυρίσει την πρώτη σελίδα…»
 Παραίνεση Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα σε επίδοξο συγγραφέα Βιβλίου για την Κωνσταντινούπολη. Από το βιβλίο του Μητροπολίτη Πέργης Ευαγγέλου Γαλάνη, Εκ Φαναρίου, Αθήνα 1968, σελ. 153–154.




   Το είχαμε συνειδητοποιήσει από την πρώτη κιόλας στιγμή, όταν συλλάβαμε την ιδέα αυτής της επίσκεψης στην Πόλη. Πως η πραγμάτωση αυτού του οδοιπορικού θα ήταν –και για εμάς– ένα εξίσου δύσκολο έργο, αφού η ιδιότητα με την οποία θέλαμε να την προσεγγίσουμε δεν ήταν αυτή δυο ταξιδευτών του σήμερα, αλλά δυο προσκυνητών της αλλοτινής της ιστορίας. Θέλαμε να δοθούμε "ψυχή τε και σώματι" σ’ ένα ιδιόμορφο, ευλαβικό προσκύνημα της ιστορίας της, ασπαζόμενοι τις διαχρονικές αρχιτεκτονικές μαρτυρίες που βρίσκονται διάσπαρτες στα όριά της. Ανεκτίμητοι πολιτισμικοί θησαυροί, που κατάφεραν τελικά να μας αναδείξουν από απλούς παρατηρητές σε ταπεινούς προσκυνητές του μεγαλείου και της δόξας του Βυζαντίου.

Χίλια χρόνια δόξας
    Καθώς η BMW K1200 μας έφερνε κοντά στα δυτικά προάστια της Πόλης, το σφίξιμο στην καρδιά, ο κόμπος στο λαιμό γίνονταν όλο και πιο έντονα. Έχοντας απόλυτη συναίσθηση και επίγνωση της εθνικής μας ιστορίας, προσεγγίζαμε μια πόλη που αποτέλεσε το λίκνο και τον φάρο του ελληνοχριστιανικού κόσμου, της οποίας η ιστορία είναι απόλυτα ταυτόσημη με τις τύχες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Προσεγγίζαμε την «Βασιλίδα των Πόλεων», αυτή που για αιώνες ηλέκτριζε τη φαντασία όλων των λαών της γης, αποτελώντας το αντικείμενο του πόθου τους. Μια πόλη που γνώρισε συνεχή και αδιάκοπη θαυμαστή πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση χιλίων ετών, γεγονός που της έδωσε το δικαίωμα να διεκδικήσει –και όχι άδικα- τον τίτλο της λαμπρότερης πόλης του κόσμου, μια ομολογουμένως «οικουμενική» πρωτεύουσα της εποχής εκείνης.
   Από την πρώτη κιόλας στιγμή της εισόδου στην Πόλη, εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η πληθωρική παρουσία της θάλασσας. Βόσπορος, Προποντίδα, Κεράτιος Κόλπος σφιχταγκαλιάζουν την Πόλη, έχοντας διαδραματίσει τον δικό τους καθοριστικό ρόλο στη μακραίωνη, εκπληκτική της σταδιοδρομία. Άλλωστε, η επιλογή και η ίδρυσή της –ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της πολιτικής και διοικητικής μεγαλοφυίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου– στηρίχθηκε αποκλειστικά στην εξαιρετικής σημασίας γεωγραφική της θέση, ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία, που της επιτρέπει να ελέγχει όχι μόνο τους χερσαίους δρόμους ανάμεσα στις δύο ηπείρους, αλλά και τις θαλάσσιες οδούς της Μαύρης Θάλασσας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Μια  φυσική χαρισματική τοποθεσία, προορισμένη να φιλοξενήσει την πρωτεύουσα μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, με την παγκόσμια μοναδικότητα να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δύο ηπείρους!
    Ωστόσο, αυτή καθ’ αυτή η επιλογή της παραπάνω θέσης δεν ήταν μια καινοτομία του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αφού χίλια χρόνια πριν, οι Μεγαρείς με ηγέτη τον Βύζαντα, είχαν επιλέξει αυτό ακριβώς το γεωγραφικό σημείο για να κτίσουν τη δική τους αποικία, το Βυζάντιο. Εδώ, όπου ο Εύξεινος Πόντος σμίγει με το Αιγαίο και η Ευρώπη χαιρετά την Ασία. Στο όριο αυτό της γηραιάς ηπείρου, ο Μέγας Κωνσταντίνος, στις 11/5/334, θα εγκαινιάσει μια πόλη που έμελλε να αποτελέσει το κέντρο της Ορθοδοξίας –ενώνοντας τον Χριστιανισμό με τον Ελληνισμό– και να αναδειχθεί σε διαχρονικό προμαχώνα της ελευθερίας και του πολιτισμού απέναντι στα στίφη των βαρβάρων που αδιάκοπα θα την σφυροκοπούσαν. Χριστιανική και παγανιστική, αρχαία και σύγχρονη, η Κωνσταντινούπολη δεν θα αργήσει τελικά να βρει την ταυτότητά της στα αμέσως επόμενα χρόνια από την ίδρυσή της, για να λαμπρύνει την Ιστορία όσο λίγες άλλες πόλεις στον κόσμο. Νέα Ρώμη, Νέα Αθήνα, Νέα Ιερουσαλήμ ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που της αποδόθηκαν, καταδεικνύοντας τη σημασία με την οποία την περιέβαλαν, ως ο πολιτισμικός -και όχι μόνο- θεματοφύλακας και συνεχιστής αυτών των πόλεων - ορόσημων της Ιστορίας.
    Αρκετοί αυτοκράτορες θα συνεχίσουν την επέκταση και τον στολισμό της, με σημαντικότερο τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, ο οποίος θα την κοσμήσει με το λαμπρότερο οικοδόμημα του χριστιανισμού, την Αγία του Θεού Σοφία! Η μετέπειτα πορεία της μέσα στον χρόνο και την ιστορία σημαδεύεται από τις ανεπιτυχείς προσπάθειες Περσών, Αράβων και Αβαρών να γίνουν κυρίαρχοί της, ενώ δεν έλειψαν και οι βαθιές εσωτερικές θρησκευτικές αντιπαλότητες (εικονολάτρες – εικονομάχοι) που την συγκλονίζουν, στιγματίζοντας την κοινωνικο–πολιτική ζωή του 8ου και 9ου αιώνα.
    Η δυναστεία των Μακεδόνων αποτελεί την τελευταία ένδοξη δυναστεία που γνωρίζει η Πόλη, ενώ στα χρόνια των Κομνηνών, για πρώτη φορά μετά από 900 χρόνια, αλώνεται και λεηλατείται από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Ήταν η αρχή του τέλους. Ένα τέλος που θα έρθει οριστικά δυόμισι αιώνες αργότερα με την άλωσή της από τους Τούρκους και τη μετατροπή της σε πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είχε ωστόσο προηγηθεί η ανακατάληψή της το 1261 από τον Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο και μια τελευταία σημαντική πολιτισμική ακμή -κάτω από τη δυναστεία των Παλαιολόγων- που διακόπτεται απότομα στις 29/5/1453.

Η Μεγάλη του Θεού Σοφία


   Στις λίγες, μελαγχολικές χειμωνιάτικες μέρες που ζήσαμε στην Πόλη, προσπεράσαμε αδιάφοροι το απέραντο «δάσος» των μιναρέδων που την κοσμούν, έχοντας τα βλέμματα και τις αισθήσεις μας τυραννικά αγκυλωμένα πάνω στις λίγες εναπομείνασες μαρτυρίες του βυζαντινού της κυρίως παρελθόντος, καλά κρυμμένες στο παλιό της τμήμα. Ανεκτίμητα κειμήλια της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς που, αν και γλίτωσαν την ολοκληρωτική καταστροφή μετά την αποφράδα εκείνη Τρίτη του 1453, εν τούτοις, η τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονται φανερώνουν την βαρβαρότητα, το μένος και τη μισαλλοδοξία των τελευταίων κατακτητών της Πόλης απέναντι σε οτιδήποτε ελληνο-βυζαντινό, σε οτιδήποτε πολιτισμικά ανώτερό τους! Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η θλιβερή όψη που παρουσιάζουν τα λιγοστά ψηφιδωτά και οι αγιογραφίες στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και της Χώρας.



   Το ιστορικό οδοιπορικό που μας πρόσφερε η Πόλη μέσα στα «μονοπάτια» των βυζαντινών της θησαυρών δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από το ανυπέρβλητο κόσμημα της χριστιανοσύνης, την Αγία Σοφία. Το μοναδικό αυτό έργο των Ανθεμίου και Ισιδώρου που πήρε την οριστική του μορφή το 537μ.Χ. (αντικαθιστώντας προγενέστερη εκκλησιαστική κατασκευή) και που για 900 συναπτά έτη αποτέλεσε το σύμβολο του ορθόδοξου χριστιανισμού.
   Παρά τις καταλυτικές αισθητικές παρεμβάσεις των Τούρκων –στο εσωτερικό της κυρίως– μόνο έκσταση, κατάνυξη και δέος πλημμυρίζει τον προσκυνητή κατά την παρουσία του στον ιερό αυτό χώρο. Εδώ όπου οι ελπίδες, οι πόθοι, τα οράματα και οι αγωνίες ενός ολόκληρου έθνους μετουσιώνονταν σε δοξασίες, επικλήσεις και προσευχές προς τον Παντοδύναμο Δημιουργό. Σ’ έναν «επί γης παράδεισο» όπου ο απλός, ανώνυμος λαός ένωνε τις δεήσεις του με αυτές των αυτοκρατόρων, δεκάδες πατριάρχες λειτούργησαν, αυτοκράτορες στέφτηκαν, δάκρυα κύλησαν, χαμόγελα άνθισαν, ενώ την ύστατη εκείνη νύχτα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έλαβε τη Θεία Συγχώρεση και Κοινωνία.
   Και όταν κάποια στιγμή, συνεπαρμένοι και εντυπωσιασμένοι από τη μεγαλοπρέπεια της αρχιτεκτονικής αυτής δημιουργίας, κλείσαμε τα μάτια, μοιραία αφεθήκαμε σ’ ένα ταξίδι αισθήσεων και παραισθήσεων, πίσω στο χρόνο. 


   Πλήθος πιστών ξαφνικά μας περικύκλωσε, βυζαντινές ψαλμωδίες μελωδικά ηχούσαν στα αυτιά μας, το φως των κεριών τρεμόπαιζε στα πρόσωπά μας, ενώ από τα σαράντα  παράθυρα του γιγάντιου θόλου οι ηλιαχτίδες που ορμητικά εισχωρούσαν, φώτιζαν αμυδρά το πρόσωπο του αυτοκράτορα που έστεκε εκεί μπροστά, κοντά στον Πατριάρχη. Ήταν μάλλον ο Ιουστινιανός. Ναι, αυτός ήταν με την γυναίκα του την Θεοδώρα..

Βυζαντινά ίχνη

    Με αργά και βαριά βήματα, πικραμένοι και σκυθρωποί, αφήσαμε πίσω μας την Αγία Σοφία, για να βρεθούμε λίγα μόλις εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα, στο χώρο όπου εκτείνονταν ο Ιππόδρομος.
   Ωστόσο, σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει το ένδοξο εκείνο μνημείο της Πόλης. Ο χώρος έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα λιτό πάρκο και μόνο αυτός ο δρόμος που το περικλείει αντιγράφει σχηματικά την περίμετρο του Ιπποδρόμου. Κατ’ εξοχήν τόπος των λαϊκών πολιτικών εκδηλώσεων της βυζαντινής ζωής, ο Ιππόδρομος αποτέλεσε το διαχρονικό πολιτικό–κοινωνικό κέντρο της Βασιλεύουσας, σημείο απ’ όπου ξεκίνησε και η Στάση του Νίκα (532 μ.Χ.) που λίγο έλειψε να κοστίσει στον Ιουστινιανό το θρόνο και τη ζωή του.



 Σε ανάμνηση πάντως του Ιπποδρόμου, εκτός από το χάλκινο δελφικό τριπλό φίδι που υπάρχει ακόμα, ορθώνεται και ο οβελίσκος του Θεοδοσίου Α', ένα παλαιό αιγυπτιακό έργο που μεταφέρθηκε στην Πόλη γύρω στο 390 μ.Χ. Η βάση του οβελίσκου αξίζει ιδιαίτερης μνείας, καθώς κοσμείται με ανάγλυφες παραστάσεις, σύγχρονες με το στήσιμό της στην Κωνσταντινούπολη.
Την επομένη το οδοιπορικό μας συνεχίστηκε –πάντα μέσα στα όρια της παλιάς πόλης– σε αναζήτηση των σημαντικότερων βυζαντινών εκκλησιών που έχουν απομείνει. Τέσσερις μόλις εκκλησίες από τις 460 που κάποτε κοσμούσαν την Βασιλεύουσα!
   Χαμένες μέσα στους μαχαλάδες της πόλης, ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά ώσπου να τις εντοπίσουμε, εξαιτίας τόσο της πολεοδομικής αναρχίας που χαρακτηρίζει το τμήμα αυτό της πόλης, όσο κυρίως της μετατροπής και μετονομασίας τους σε τούρκικα τζαμιά. Οι ναοί αυτοί (Αγ. Ειρήνη, Παμμακάριστου, Σεργίου και Βάκχου, Μονή της Χώρας) αντιπροσωπεύουν στο σύνολό τους τις θρησκευτικές αρχιτεκτονικές φόρμες και ιδιαιτερότητες της εποχής που κτίστηκαν, παραπέμποντάς μας στη γνωριμία με τον Σταυροειδή με περίστωο (Μονή του Ναού της Χώρας, του 7ου αιώνα) καθώς και της Βασιλικής με Τρούλο (Ναός της Αγ. Ειρήνης και ναών των Σεργίου και Βάκχου του 6ου αιώνα). Βυζαντινοί θρησκευτικοί αρχιτεκτονικοί τύποι που άσκησαν έντονη επιρροή στους αντίστοιχους τούρκικους, όταν τον 16ο και 17ο αιώνα (την περίοδο της τούρκικης αρχιτεκτονικής) η Πόλη γνώρισε έναν έντονο οικοδομικό οργασμό. Η επίδραση αυτή είναι ιδιαίτερη εμφανής στην κατασκευή τζαμιών τα οποία ξέφυγαν από τα κλασσικά αραβικά πρότυπα, για να μιμηθούν άμεσα ή έμμεσα την Αγία Σοφία, που γίνεται πλέον το νέο «σημείο αναφοράς» στην τοπική θρησκευτική αρχιτεκτονική.
   Εντυπωσιακότερη πάντως από τις τέσσερις βυζαντινές εκκλησίες που γνωρίσαμε είναι αναμφισβήτητα ο Ναός της Μονής της Χώρας, λόγω των υπέροχων τοιχογραφιών που κοσμούν το παρεκκλήσι, με θέματα παρμένα από τη Δευτέρα Παρουσία. Τοιχογραφικά σύνολα που θεωρούνται από τα σημαντικότερα της εποχής τους, τα οποία όμως δεν μπορούσαμε φωτογραφικά να απαθανατίσουμε, εξαιτίας της αδιάλλακτης, αρνητικής στάσης του φύλακα που απείλησε ακόμα και ότι θα σπάσει τη φωτογραφική μηχανή!



   Το παλαιότερο βυζαντινό μνημείο το συναντήσαμε στο κέντρο της πόλης. Ήταν το Υδραγωγείο που έκτισε ο αυτοκράτορας Ουάλης (354 μ.Χ.) και σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Το τεράστιο εντυπωσιακό πέτρινο κτίσμα ξεχωρίζει για τη διπλή σειρά αψίδων (καμάρες) που διαθέτει - κάτω σειρά εξυπηρετεί τις σύγχρονες κυκλοφοριακές ανάγκες της Πόλης.

Αλύτρωτος Ελληνισμός

   Μοτοσικλέτα και αναβάτες βρεθήκαμε εκείνο το απόγευμα (το τελευταίο της περιήγησής μας) κάπου στη δυτική όχθη του Κερατίου Κόλπου, τη γνωστή περιοχή του Φαναριού. Σκοπός μας να γνωρίσουμε δύο μεταβυζαντινά κτίσματα –άξια αναφοράς και επίσκεψης– η ιστορία των οποίων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πνευματική, πολιτισμική και θρησκευτική ζωή των Ελλήνων της Πόλης, μετά την άλωσή της.


  Θέλαμε καταρχήν να επισκεφθούμε το Πατριαρχείο που ως θεσμός υπήρξε ο ισχυρότερος μετά από αυτόν της Βασιλείας. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, η άλλοτε κορυφαία εκκλησιαστική αρχή με δικαιοδοσία σε ολόκληρη τη χριστιανική ανατολή, προσέφερε δια μέσου των αιώνων ένα σπουδαιότατο και πολύπλευρο έργο, καθαρά ανθρωποκεντρικό και λιγότερο κοσμικό – πολιτικό.
   Ο ναός Αγίου Γεωργίου (ένα θρησκευτικό κτίσμα του 1601) φιλοξενεί τα τελευταία 400 χρόνια την έδρα του Πατριαρχείου, που παραμένει ως σήμερα, με λιγότερη ωστόσο επιρροή και λάμψη, ένα σπουδαίο πνευματικό και διοικητικό κέντρο για τους ορθόδοξους λαούς της Ανατολής. Μερικές από τις πλέον συγκινητικές στιγμές και εμπειρίες αυτού του οδοιπορικού διαδραματίστηκαν μέσα σ' αυτόν τον ναό, όπου παρακολουθήσαμε τη Θεία λειτουργία, πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Στιγμές από Βυζάντιο!
   Κατά δεύτερο λόγο, θέλαμε να ξεναγηθούμε στο κτήριο της Μεγάλης του Γένους Σχολής, ένα μεγαλόπρεπο, εντυπωσιακό καφέ-κόκκινο βικτοριανό κτίριο, που μεταστέγασε το 1881 την έδρα του πνευματικού αυτού ιδρύματος. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή υπήρξε το «πνευματικό παιδί» του πρώτου (μετά την άλωση) Πατριάρχη Γεννάδιου Σχολάρη, αποτελώντας έναν θεσμό που πρόσφερε για αιώνες τις υπηρεσίες του στην επιμόρφωση και την παιδεία των αλύτρωτων Ελλήνων της Πόλης, ενώ ταυτόχρονα ήταν το σύμβολο του συνόλου του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο πέρασμα των αιώνων.
   Σήμερα, το εν λόγω ίδρυμα λειτουργεί ως ελληνικό μειονοτικό γυμνάσιο με ελάχιστους όμως μαθητές (μόλις 30), γεγονός που έρχεται να επιβεβαιώσει τον πληθυσμιακό μαρασμό των Ελλήνων της Πόλης, που δεν ξεπερνούν πλέον τις 3.000 ψυχές. Μια θλιβερή συρρίκνωση, απόρροια των συνεχών διώξεων και βιαιοπραγιών που υπέστη το ελληνικό στοιχείο τις τελευταίες δεκαετίες, με αποκορύφωμα τις μαζικές απελάσεις της περιόδου 1955–1965.

Καταραμένη  Κερκόπορτα

   Εκείνο το βροχερό πρωινό της Τρίτης, η μοτοσικλέτα φορτωμένη με τις αποσκευές μας ξεκίνησε για το τελευταίο μας προσκύνημα. Η αναζήτηση έφτανε πλέον στο τέλος της, αλλά εμείς δεν είχαμε ξεκαθαρίσει ακόμα μέσα μας, εάν θέλαμε κάποια μέρα να επιστρέψουμε και πάλι στην Πόλη ή όχι. Γιατί πονούσαμε! Όλες αυτές τις ημέρες περιπλανώμενοι στα μισοσβησμένα χνάρια του Βυζαντίου, πονούσαμε κι ας μην το παραδεχόμασταν. Κάθε μέρα και πιο πολύ…
   Αλλά ήταν μόνο πόνος! Όχι δάκρυα! Γιατί δεν ταιριάζουν, δεν αρμόζουν στο χαμένο μεγαλείο της Πόλης. Ξέρουμε ότι δεν πρέπει να σταθούμε μοιρολατρικά απέναντι στην Ιστορία αναζητώντας εκεί τις ευθύνες. Απεναντίας, αυτό που πρέπει να επιδιώξουμε είναι η αφύπνιση της εθνικής μας συνείδησης και η απόκτηση της ιστορικής γνώσης, προκειμένου να περάσουμε και στις επόμενες γενιές το «μήνυμα» της Πόλης. Πριν τον ολοκληρωτικό αφανισμό και των τελευταίων βυζαντινών μνημείων της, που σίγουρα κάποια ημέρα δεν θα αργήσει -δυστυχώς– να έρθει…
   Το Βυζάντιο υπήρξε μέρος της εθνικής μας ιστορίας, από τα πιο ένδοξα και αλίμονο, εάν ως έθνος βουτήξουμε στη λήθη της ιστορίας και αποδεχθούμε στωικά την αισχρή αλλοίωση και καπηλεία της, που κατά καιρούς επιχειρείται. Γιατί τότε θα πάψουμε να υπάρχουμε και ως έθνος.
   Τελευταία μας στάση, τελευταίο μας προσκύνημα: Στα περίφημα Θεοδοσιανά τείχη, το επιβλητικό και μνημειώδες αυτό οχυρωματικό έργο των αρχών του 5ου αιώνα μ.Χ., το οποίο συντέλεσε κατά μεγάλο βαθμό στη μακραίωνη διατήρηση και παρουσία της Πόλης, κρατώντας την όρθια για περισσότερα από χίλια χρόνια.
   Γκρίζα, μουντά και χορταριασμένα, αλλού άθικτα και αλλού μισογκρεμισμένα, γεμάτα μικρές και μεγάλες πύλες, τετράγωνους και οχτάγωνους πύργους, έστεκαν απέναντι προκαλώντας μας να περπατήσουμε κατά μήκος τους, πράγμα που τελικά κάναμε.


   Περιοδεύοντας σιωπηλοί και ανέκφραστοι πάνω στις επάλξεις και κάτω από μια σιγανή, εκνευριστική βροχή γρήγορα βρεθήκαμε να «ταξιδεύουμε» για άλλη μια φορά αιώνες πίσω.
Τόξα και βέλη, αίμα και δάκρυα, αγωνία και λύτρωση απρόσμενα μας ρούφηξαν στη δίνη του χρόνου, ενώ αποσβολωμένοι μείναμε να αντικρίζουμε την χριστιανοσύνη και τον ελληνισμό να δίνουν στο πέρασμα των αιώνων τις δικές τους μάχες για την ιστορική επιβίωση, απέναντι σε Πέρσες, Άραβες, Σταυροφόρους και Τούρκους. Σ’ όλη εκείνη την πλημμυρίδα των βαρβάρων που επίμονα προσπαθούσαν να κυριεύσουν και να πορθήσουν αυτά τα ίδια τείχη.
   Έχοντας πλέον περάσει σε άλλη διάσταση, πέρα από χώρο και χρόνο, δεν νιώθαμε καν τη βροχή που ολοένα και πιο δυνατή ράπιζε τα πρόσωπά μας, αλλά "παρακολουθούσαμε" εκστατικοί και απόκοσμοι την περιφορά της εικόνας της Θεοτόκου να διαδραματίζεται μπροστά μας, ενώ πλήθος πιστών έψαλλε κατανυκτικά τον Ακάθιστο Ύμνο, «…Τ' Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια….». Και ξαφνικά, ως εκκωφαντική βροντή μέσα στη μαινόμενη καταιγίδα, στα αυτιά μας έφτασαν τα τελευταία ελληνοβυζαντινά λόγια που ακούστηκαν εδώ: «Η Πόλις εάλω, η Πόλις εάλω…»



//////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////

                                                
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα

0 σχόλια: